- σκελίδα
- σκελίδα, η και σκελίδι, τομέρος της κεφαλής του σκόρδου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκελίδα — η / σκελίς, ίδος, ΝΜΑ, και σκέλιδα Ν, και σχελίς ΜΑ, και σκελλίς Α νεοελλ. καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται το ενδοκάρπιο τού καρπού τών εσπεριδοειδών, αλλ. φέτα ή φελί νεοελλ. μσν. καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται η κεφαλή… … Dictionary of Greek
άγλις — ἄγλις ( ιθος και ιδος) και ἀγλίς ( ῑθος), η (AM) 1. σκελίδα σκόρδου 2. συνήθως στον πληθ. αἱ ἄγλιθες το κεφάλι σκόρδου και οι σκελίδες που τό αποτελούν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανότατα να συνδέεται με το γέλγις, που έχει την ίδια… … Dictionary of Greek
αγλίθα — και αγλίδα και αγουλήθρα και γλίθα και αγγλίδα, η 1. σκελίδα σκόρδου ή φέτα πορτοκαλιού, μανταρινιού κ.λπ. 2. αδένας 3. νόσος τού ήπατος τών αιγοπροβάτων, εχινόκοκκος 4. γενιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἄγλις*] … Dictionary of Greek
γούλα — (I) και γούλη, η (Μ γούλα) στομάχι, κοιλιά νεοελλ. 1. πρόλοβος τών πτηνών, γκούσα 2. οισοφάγος 3. η λαιμαργία 4. σκελίδα σκόρδου 5. φέτα τών κιτρωδών 6. ψίχα τού αμυγδάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. gula]. (II) η (Μ γούλα) [γουλί] είδος τεύτλου νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κωλλιά — η βοτ. κοινή ονομασία καθενός από τα βολβίδια από τα οποία αποτελείται ο βολβός τού σκόρδου, η σκελίδα … Dictionary of Greek
μονοσκέλιδον — μονοσκέλιδον, τὸ (Μ) σκελίδα σκόρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκελίς, ίδος] … Dictionary of Greek
σκελίδι — το / σκελίδιον, ΝΜ, και σκλίδι Ν [σκελίς, ίδος] (υποκορ. τ.) σκελίδα … Dictionary of Greek
σκελλίς — ίδος, η, Α βλ. σκελίδα … Dictionary of Greek
σκορδοσκελίδα — η, Ν καθένα από τα βολβομερή που αποτελούν τον βολβό τού σκόρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + σκελίδα (< σκέλος)] … Dictionary of Greek
σχελίς — ίδος, ἡ, Α βλ. σκελίδα … Dictionary of Greek